“Θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου που ζουν σ’ ένα μικρό χωριό στην Ιταλία, γιατί μου έκαναν το μεγαλύτερο δώρο, τη φτώχεια!”
Roberto Benigni
Με τη φράση αυτή, ο Roberto Benigni εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τους γονείς του στην απονομή των βραβείων Oscar για την ταινία “La Vita E Bella”. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έλεγε τότε, ούτε η τελευταία. Πολλες φορές μέσα από συνεντεύξεις του αλλά και τα έργα του θα μπορούσε να πει κάνεις ότι εξυμνεί με ένα περίεργο τρόπο τη “φτώχεια” ως τη “μητέρα όλων των αγαθών”, συνδέοντας την με την πρόοδο και τη δημιουργικότητα.
Η άποψη αυτή του Ιταλού αρχικά φαίνεται απολύτως οξύμωρη, έως και ουτοπική. Τηρουμένων όμως των αναλογιών της "ανεπτυγμένης δύσης", ενέχει και αλήθεια και ρεαλισμό. Και αυτό γιατί, πράγματι, ενώ από τη μία η φτώχεια φέρνει ένα σωρό δεινά και λειτουργεί ανασταλτικά για πολλά πράγματα, ταυτόχρονα μπορεί να οξύνει τις αισθήσεις και να στρέψεί τους ανθρώπους στη δράση, τη δημιουργία και εν τέλει να οδηγήσει στην αποτίναξή της. Και αυτό γιατί όταν κάποιος βρίσκεται σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση έχει δύο ξεκάθαρες επιλογές: ή να λειτουργήσει παθητικά και να παραδοθεί σε αυτήν ή να γίνει επιθετικός και να παλέψει να ξεφύγει. Οταν συμβαίνει το πρώτο η κατάσταση παραμένει σταθερή και δεν υπάρχει επίδραση σε τίποτα, δηλαδή έχουμε συντήρηση. Για να συμβεί όμως το δεύτερο, απαιτείται πληθώρα αλλαγών στη θεώρηση των πραγμάτων και τόλμη στις πράξεις, καινοτόμα σκέψη και καθημερινός επαναπροσδιορισμός πολλών πραγμάτων, έχουμε δηλαδή πρόοδο.
Με βάση αυτήν την άποψη λοιπόν, κοιτάζοντας τη σημερινή ελληνική κοινωνία θα δούμε ότι ξαφνικά περιήλθε σε μια κατάσταση “φτώχειας”. Θα δούμε όμως επίσης, ότι μετά από έξι χρόνια αρχίζει και φαίνεται ότι κλίνει προς την επιλογή της προόδου, ενώ σιγά σιγά απομακρύνεται από την επιλογή της συντήρησης. Τα δείγματα, αν και εμφανίζονται δειλά δειλά, είναι σαφή.
Μετά από ένα παρατεταμένο μούδιασμα ακολούθησε μια παθητική και ανούσια άρνηση των δεινών που μας βρήκαν {αγανακτισμένοι}, και έπειτα μια απραξία λόγω φόβου, όταν ανακαλύψαμε ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα πλέον με γλυκανάλατες συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή, όσες μούτζες και να ρίξουμε στους πολιτικούς. Και εκεί ακριβώς ήταν που αρχίσαμε να σκεφτόμαστε και να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς συνέβη ώστε να καταλάβουμε πια είναι η κατάσταση που βιώνουμε. Σταματήσαμε σιγά σιγά να επιδιδόμαστε σε παράπονα και αφορισμούς και αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε και να μαθαίνουμε. Να συζητάμε για τα κοινά και την πολιτική, ψάχνοντας να βρούμε νέους δρόμους για το πως θα μπορούσαν να βελτιωθούν τα πράγματα. Εν κατακλείδι: καταφέραμε επιτέλους σαν κοινωνία να απελευθερωθούμε από το νοσηρό lifestyle της Τατιάνας και του Κωστόπουλου, τον ατομισμό και την ψευδαίσθηση ότι δεν μας επηρεάζει η πολιτική και τα κοινά. Αρχίσαμε έτσι όλο και περισσότερο να προβληματιζόμαστε για τις ζωές μας σε συλλογικό επίπεδο. Το κάναμε δε συζητώντας και αλληλεπιδρώντας.
Αυτή λοιπόν ίσως είναι και η σημαντικότερη και πιο ελπιδοφόρα αλλαγή που επέφερε στη ζωή μας η κρίση και η “φτώχεια” στην οποία ξαφνικά βρεθήκαμε. Γιατί πλέον έχει οξυνθεί η κρίση μας και έχει αυξηθεί η προσοχή μας σε πράγματα που παλαιότερα ουδόλως μας ενδιέφεραν, υιοθετώντας έτσι μια πιο ψύχραιμη θεώρηση των πραγμάτων.
Εχουμε διαμορφώσει ένα κλίμα συλλογικότητας και επικοινωνίας και αυτό είναι που πρέπει να παγιώσουμε και να διευρύνουμε. Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε πλατφόρμες δημοσίου διαλόγου όπου θα συμμετέχουμε, θα κρίνουμε και θα αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας. Θα ενημερωνόμαστε και θα διαμορφώνουμε απόψεις και πεποιθήσεις. Ετσι θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε τον δικό μας τρόπο έκφρασης και σκέψης, τη δική μας ταυτότητα και επιτέλους δικό μας αυθεντικό modus vivendi. Ενα modus vivendi το οποίο θα εξασφαλίζει πάντα το ασφαλές συλλογικό περιβάλλον που χρειαζόμαστε, ώστε απέναντι σε κάθε είδος “φτώχειας” να επιλέγουμε την πρόοδο και όχι τη συντήρηση.